- Καπιτώλιον
- Καπιτώλιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοκαπιτώλιος — ἰσοκαπιτώλιος, ον (Α) πάπ. (για αγώνες) ισάξιος ή ισότιμος με τα Καπιτώλ(ε)ια, τους αγώνες που γίνονταν στη Ρώμη προς τιμήν τού Διός Καπιτωλί(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + Καπιτώλιον] … Dictionary of Greek
φυλακίδα — η / φυλακίς, ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α νεοελλ. 1. μικρό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού στην είσοδο τού λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα … Dictionary of Greek